“Το αγοράκι βλέπει ξεκάθαρα τη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα αλλα αρχικά δεν έχει την ευκαιρία να τη συνδέσει με τη διαφορετικότητα των γεννητικών οργάνων. Είναι πολύ φυσικό για κείνο να υποθέτει σε όλα τα όντα, ανθρώπους και ζώα την ύπαρξη ενός γεννητικού οργάνου παρόμοιου με αυτό που έχει εκείνο. Γνωρίζουμε επίσης ότι αναζητά και στα άψυχα αντικείμενα κάτι αντίστοιχο με το δικό του όργανο. Αυτό το μέρος του σώματος, που είναι εύκολο να διεγερθεί, που μεταβάλλεται και είναι τόσο πλούσιο σε αισθήσεις, απασχολεί σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον του αγοριού και αναθέτει διαρκώς καινούριες εργασίες στην ενόρμηση της εξερεύνησης. Θα ήθελε να το δεί και σε άλλους ανθρώπους, για να μπορέσει να το συγκρίνει με το δικό του και συμπεριφέρεται σαν να έχει μια ασαφή εικόνα για το γεγονός ότι αυτό το όργανο μπορεί να μεγαλώσει. Αυτή η κινητήριος δύναμη του ανδρισμού, που θα ξεδιπλωθεί αργότερα στην εφηβεία, εκδηλώνεται αυτή την περίοδο ώς μια πιεστική ανάγκη εξερεύνησης, ώς σεξουαλική περιέργεια. Πολλές πράξεις επίδειξης και επιθετικότητας του παιδιού, τις οποίες αν συνέβαιναν σε μεγαλύτερη ηλικία, θα θεωρούσαμε προκλητικές, είναι στην πραγματικότητα πράξεις σεξουαλικής εξερεύνησης.” Σίγκμουντ Φρόυντ
Η ανακάλυψη της διαφοράς των δύο φύλων ανοίγει στο παιδί ένα ολόκληρο σύμπαν. Αφού υπάρχουν δύο φύλα, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος λόγος, σε κάτι χρησιμεύουν. Για να γεννηθεί ενα παιδί, χρειάζεται ένας άντρας και μία γυναίκα. Με τη διαφορά των δύο φύλων, το παιδί αποκτά μια μέθοδο ταξινόμησης. Όλα έχουν μία ιδιότητα είτε θηλυκή είτε αρσενική.
Το παιδί μπαίνει στην εποχή της ατομικότητας και της κοινωνικότητας. Αρχίζει να μαθαίνει ότι υπήρξε κάποια εποχή που δέν υπήρχε, προηγήθηκε η σύλληψη του και μετά γεννήθηκε. Μαθαίνει επίσης, ότι πριν απο εκείνο υπήρξαν οι γονείς του, οι παππούδες του και ότι κάποια μέρα και εκείνο θα ενηλικιωθεί θα κάνει παιδιά που και εκείνα θα φέρουν στη ζωή παιδιά. Έτσι, μέσα απο αυτή τη διαδικασία τοποθετείται μέσα στην τάξη των γενεών. Βρίσκει τη θέση του, αλλά μόνο τη θέση του διότι πρέπει να αποκτήσει μία ταυτότητα.
Μιλήστε στα παιδιά σας
Σ’αυτή την ηλικία (5-6 ετών) λοιπόν ανοίγεται για το παιδί η προοπτική του χρόνου, της ζωής και του θανάτου. Είναι η εποχή των μεγάλων και συνεχών ερωτήσεων και της αμηχανίας των γονιών. Τι είναι η ζωή; Τι είναι ο θάνατος; Τί είναι το φύλο; Πώς γίνονται τα μωρα; κλπ..
Μέσα απο τις απαντήσεις τους οι γονείς δίνουν τις δικές τους απόψεις και μεταδίδουν τις προσωπικές τους θέσεις και την κουλτούρα την οποία μοιράζονται. Είναι σημαντικό λοιπόν να θεωρείται το παιδί σας ώς ένα πλάσμα που έχει το χάρισμα της σκέψης και όχι σαν ένα παιδάκι που λέει και θέλει να ακούει παιδιαρίστικα πράγματα. Να απαντάτε με ειλικρίνεια στα ερωτήματα τους χωρίς να προσπαθείτε να ξεφύγετε γιατι τότε το παιδί θα βάλει τη δική του φαντασία να εξηγήσει τα αναπάντητα ερωτήματα του και τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα.
Μιά απο τις πιό συνηθείς και κύριες ερωτήσεις είναι, πώς γίνονται τα παιδιά; Είναι μια υπόθεση αγάπης και επιθυμίας, για την οποία κάθε γονιός πρέπει να βρεί τις δικές του λέξεις να το εξηγήσει, με αρκετή απόσταση και αλήθεια ταυτόχρονα. Οι λέξεις, οι κουβέντες πρέπει να είναι αληθινές, κατανοητές και σεμνές.
Η μητέρα πρέπει να νιώθει καλά με το φύλο της για να επιτρέψει στη κόρη της να νιώθει καλά και αυτή με το δικό της αλλιώς, κινδυνεύει να τις μεταδώσει μια θέση αμφίθυμη απέναντι στους άντρες, υποταγής και επανάστασης ταυτόχρονα. Επίσης, ο πατέρας είναι το πρόσωπο που βάζει τους νόμους και τους κανόνες, αντίθετα με τη μητέρα που πρέπει να παρέχει αγάπη, ζεστασιά και κατανόηση ούτως ώστε να γίνουν οι σωστές ταυτήσεις.
Θα πρέπει οι γονείς, λοιπόν, να είναι σε θέση να απαντήσουν σ’αυτά τα μεγάλα ερωτήματα και να μεταφέρουν τα σωστά πρότυπα. Να δώσουν στα παιδιά να καταλάβουν ότι οι γονείς τους έχουν όρια. Έτσι, το παιδί θα αρχίσει να βγαίνει απο το φανταστικό κόσμο της παιδικής ηλικίας, για να μπεί στο κόσμο της “ενήλικης πραγματικότητας”.
*Απόσπασμα απο το βιβλίο “Εξηγώντας τον Φρόυντ στους γονείς”, του Jean Claude Liaudet