Ήταν μια φορά ένα νησί όπου κατοικούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί ζούσαν μαζί ο Φόβος, το Μίσος, η Σοφία, η Αγάπη και η Αγωνία και όλα τα άλλα συναισθήματα.
Μια μέρα, καλεί η Γνώση τους κατοίκους του νησιού και τους λέει:
“Έχω να σας ανακοινώσω μια άσχημη είδηση, το νησί βυθίζεται”.
Τα συναισθήματα που κατοικούν στο νησί δεν μπορούν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους:
“Όχι, δεν γίνεται! Εμείς εδώ ζούμε όλη μας τη ζωή!”
Η Γνώση επαναλαμβάνει:
“Το νησί βυθίζεται. Εγώ δεν κάνω ποτέ λάθος” τους ξεκαθαρίζει η Γνώση. Αν σας λέω ότι βυθίζεται, είναι γιατί πράγματι βυθίζεται”.
“Και τώρα, τι θα κάνουμε;” ρωτούν τα άλλα συναισθήματα.
Και απαντάει η Γνώση.
“Λοιπόν, κάντε ό,τι θέλετε, εγώ πάντως σας προτείνω να βρείτε έναν τρόπο να φύγετε από το νησί… Φτιάξτε ένα καράβι, μια βάρκα, μια σχεδία, ή ό,τι άλλο μπορείτε και φύγετε, γιατί αυτός που θα μείνει στον νησί, θα χαθεί μαζί του. Η Πρόνοια κι εγώ φτιάξαμε ένα αεροπλάνο, και μόλις τελειώσω αυτά που έχω να σας πω, θα πετάξουμε στο πιο κοντινό νησί”.
Έτσι και έγινε. Μόλις τελειώνει η Γνώση, ανεβαίνει στο αεροπλάνο με τη φίλη της, έχοντας λαθρεπιβάτη το Φόβο, που κρύφτηκε στο αεροπλάνο και φεύγουν από το νησί.
Τα συναισθήματα, αναστατωμένα, της λένε:
“Ε, όχι! Όχι! Κι εμείς τι θα γίνουμε;»
Μόλις τελειώνει η Γνώση, ανεβαίνει στο αεροπλάνο με τη φίλη της, κι έχοντας λαθρεπιβάτη το Φόβο που δεν ήταν χαζός και κρύφτηκε στο αεροπλάνο, φεύγουν από το νησί.
Τα συναισθήματα αρχίζουν να κατασκευάζουν άλλοι βάρκα, άλλοι καράβι, άλλοι καΐκι… όλοι… εκτός από την Αγάπη.
Γιατί η Αγάπη είναι τόσο συνδεδεμένη με κάθε πράγμα που βρίσκεται πάνω στο νησί, που λέει:
“Μα πως ν’ αφήσω το νησί… μετά από όσα έζησα εδώ… Πως ν’ αφήσω, αυτό το δεντράκι; μας ενώνουν τόσα πράγματα…”.
Κι ενώ ο καθένας κοιτάζει να βρει έναν τρόπο για να φύγει, η Αγάπη ανεβαίνει σε κάθε δέντρο, μυρίζει κάθε τριαντάφυλλο, πάει μέχρι την παραλία και ξαπλώνει στην αμμουδιά όπως έκανε παλιά, χαϊδεύει κάθε πετραδάκι…
Το νησί όμως βυθίζεται όλο και περισσότερο.
Η Αγάπη, βέβαια, δεν μπορεί να σκεφτεί την κατασκευή μέσου διαφυγής, γιατί είναι τόσο στενοχωρημένη που άλλο δεν κάνει από το να κλαίει και να θρηνεί γι’ αυτά που θα χάσει. Ξαναχαϊδεύει τα βοτσαλάκια, ξανακυλιέται στην άμμο και βρέχει στο νερό τα ποδαράκια της.
Μα το νησί βυθίζεται ακόμα πιο πολύ…Μέχρι που, στο τέλος, δε μένει από το νησί παρά ένα τόσο δα βραχάκι. Το υπόλοιπο, το έχει καλύψει το νερό.
Την τελευταία στιγμή, η Αγάπη συνειδητοποιεί ότι το νησί βυθίζεται στ’ αλήθεια, και αντιλαμβάνεται πως αν δεν τα καταφέρει να φύγει, η αγάπη θα εξαφανιστεί για πάντα από προσώπου Γης. Έτσι, τσαλαβουτάει στα νερά και κατευθύνεται προς τον όρμο, που είναι το ψηλότερο σημείο στο νησί. Πάει με την ελπίδα να δει από εκεί κάποιον από τους συντρόφους της και να τον παρακαλέσει να την πάρει μαζί του.
Κοιτάζει στη θάλασσα και βλέπει να έρχεται το σκάφος του Πλούτου. Του κάνει σινιάλο, και ο Πλούτος πλησιάζει λίγο στον όρμο.
“Πλούτε, εσύ έχεις τόσο μεγάλο σκάφος, θα με πας ως το γειτονικό νησί;”
Ο Πλούτος, όμως, της απαντάει:
“Είμαι τόσο φορτωμένος με λεφτά, κοσμήματα και πολύτιμες πέτρες, που δεν έχω χώρο για σένα. Λυπάμαι” και συνεχίζει το δρόμο του χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Μένει η Αγάπη να ψάχνει, και βλέπει να έρχεται η Ματαιοδοξία με ένα πολύ φανταχτερό σκάφος, γεμάτο στολίδια, περούκες, μάρμαρα και λουλούδια όλων των χρωμάτων. Η Αγάπη τεντώνεται λιγάκι και φωνάζει:
“Ματαιοδοξία… Ματαιοδοξία… Πάρε με μαζί σου”.
Η Ματαιοδοξία κοιτάζει την Αγάπη και της λέει:
“Ευχαρίστως θα σε έπαιρνα αλλά… έχεις μια όψη… Είσαι τόσο άχαρη, βρώμικη κι ατημέλητη… Με συγχωρείς, δεν γίνεται… Θα μου ασχήμαινες το σκάφος” και φεύγει.
Κι ενώ σκέφτεται πως δεν πρόκεται να περάσει κανένας άλλος πια, βλέπει να πλησιάζει ένα σκάφος πολύ μικρό, το σκάφος της Θλίψης.
“Θλίψη, αδελφή μου” της λέει, “εσύ που με ξέρεις τόσο καλά, εσύ θα με πάρεις σίγουρα μαζί σου, έτσι δεν είναι;”
Και η Θλίψη της απαντάει:
“Θα σε έπαιρνα, αλλά είμαι τόσο λυπημένη, που προτιμώ να συνεχίσω μόνη μου” και χωρίς δεύτερη κουβέντα, απομακρύνεται.
Η Αγάπη κάθετα στο τελευταίο βραχάκι, που είναι ό,τι απόμεινε από το νησί, και περιμένει το τέλος… Όταν ξαφνικά, ακούει κάποιον να την καλεί από πολύ κοντά. Ήταν ένας γεροντάκος που της κάνει σινιάλο από μια βάρκα με κουπιά.
“Έλα μαζί μου, εγώ θα σε σώσω”, της λέει ο γεροντάκος.
Η Αγάπη τον κοιτάζει και του λέει:
“Ξέρεις τι έγινε, εγώ έμεινα…”
“Ξέρω, ξέρω…” της λέει ο γεράκος και δεν την αφήνει να τελειώσει τη φράση της. “Ανέβα, εγώ θα σε σώσω”.
Ανεβαίνει η Αγάπη στη βάρκα κι αρχίζουν να κωπηλατούν μαζί για να απομακρυνθούν από το νησί, που πραγματικά, λίγα μόλις λεπτά μετά, εξαφανίζεται για πάντα. Μόλις φθάνουν στο διπλανό νησί, καταλαβαίνει η Αγάπη πως αν είναι ακόμα ζωντανή, αν συνεχίζει να υπάρχει, το οφείλει σ’ αυτόν τον γεράκο, που χωρίς να πει λέξη, έφυγε το ίδιο παράξενα όσο είχε εμφανιστεί.
Εκείνη τη στιγμή, η Αγάπη συναντάει τη Σοφία και της λέει:
“Δεν γνωριζόμαστε μ’ αυτόν τον γεράκο, κι όμως με έσωσε. Πως είναι δυνατόν; Οι άλλοι, όλοι, δεν κατάλαβαν πως θα έμενα πίσω τελικά… Εκείνος με βοήθησε, κι εγώ ούτε καν ξέρω ποιός είναι…”
Η Σοφία την κοιτάζει στα μάτια και της λέει:
“Aυτός είναι ο Χρόνος. Και ο Χρόνος, Αγάπη, είναι ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει όταν ο πόνος της απώλειας σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις”.
*Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο Δρόμος των Δακρύων” του Χορχέ Μπουκάι
Όταν χάσετε ένα πολύτιμο και αγαπημένο άτομο στο οποίο είχατε επενδύσει συναισθηματικά και νιώθετε μόνοι και απελπισμένοι ή νιώθετε ότι δεν μπορείτε να συνεχίσετε άλλο, θυμηθείτε: Ο χρόνος θεραπεύει τα πάντα! Με την πάροδο του χρόνου, η έννοια όλων των συναισθημάτων εξασθενεί και μένει μόνο η ανάμνηση και η αγάπη. Δέν ξεχνιέτε, αλλα ξεπερνιέτε.
Μόνο ο χρόνος μπορεί να σας απαλλάξει απο τη μοναξιά, το πόνο και όλα τα άσχημα συναισθήματα που αφήνει στο διάβα της η απώλεια. Το να περάσεις μέσα απο αυτα τα συναισθήματα, είναι υγιές κομμάτι της διαδικασίας του πένθους…να κλάψεις, να θυμώσεις, να θυμηθείς, να μελαγχολήσεις, να πέσεις, να σηκωθείς…μόνο έτσι θα το αποδεχτείς. Το μή υγιές, είναι να χαθείς και εσύ μαζί του, να μήν μπορέσεις να το ξεπεράσεις και να μην καταφέρεις να ξανασταθείς στα πόδια σου.