Όταν πρόκειται για τοξικομανία πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ σωματικής και ψυχολογικής εξάρτησης. Στη ψυχολογική εξάρτηση, ο χρήστης έχει την ιδέα ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη χρήση ναρκωτικού, ενώ στη σωματική εξάρτηση το σώμα διαμαρτύρεται, λόγω διακοπής της χρήσης.
Μια πτυχή της εξάρτησης είναι η ανοχή, δηλαδή η ανάγκη του χρήστη να αυξήσει τη δοσολογία για να πάρει το ίδιο επιθυμητό αποτέλεσμα, όταν μετά απο συχνή χρήση μειώνεται το αποτέλεσμα του ναρκωτικού. Η ψυχολογική εξάρτηση έρχεται περισσότερο από τον ίδιο το χρήστη, και όχι από το ναρκωτικό, σε αντίθεση με τη σωματική εξάρτηση και την ανοχή, τα οποία προκαλούνται από το ναρκωτικό. Υπάρχουν ναρκωτικά που προκαλούν και τα δύο φαινόμενα, αλλά υπάρχουν και ναρκωτικά που δεν προκαλούν κανένα απο τα δύο.
Όλοι οι χρήστες γίνονται εξαρτημένοι;
Εάν κάποιος γίνει εξαρτημένος ή όχι, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Πολλοί άνθρωποι που χρησιμοποιούν ουσίες για πρώτη φορά, το κάνουν για να πειραματιστούν, από περιέργεια ή επειδή αναζητούν ιδιαίτερη αίσθηση. Αν κάποιος θα συνεχίσει τη χρήση μετά από την πρώτη φορά εξαρτάται, μεταξύ άλλων, η επίδραση του ναρκωτικού πάνω στο άτομο και η ευαισθησία του σε αυτές τις επιδράσεις.
Ο λόγος για τον οποίο θα κάνει χρήση ένα άτομο επίσης παίζει μεγάλο ρόλο στο αν θα πάθει εξάρτηση. Κάποιος που θα το δοκιμάσει, επειδή νιώθει άσχημα συναισθήματα και θέλει να αυτοκαταστραφεί, είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση με κάποιον που το δοκιμάζει απο απλή περιέργεια ή επειδή θέλει να ανεβεί η διάθεση του τη συγκεκριμένη στιγμή.
Το ναρκωτικό, όποιο και αν είναι αυτό, δεν οδηγεί σε εξάρτηση μετά από μόνο μία χρήση. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση κατά την οποία κάποιος θα μπορούσε σκόπιμα να βάλει κάτι στο ποτό κάποιου και αμέσως να του δημιουργήσει εξάρτηση. Ωστόσο, υπάρχει περίπτωση να του διεγείρει τόσο τις αισθήσεις του, που να θέλει να ξανακάνει για να νιώσει το ίδιο συναίσθημα. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτός είναι ο τρόπος των ντίλερ να “κερδίζουν” πελάτες. Άλλοι, πιστεύουν οτι ορισμένοι χρήστες λόγω των ενοχών τους που κάνουν χρήση, προσπαθούν να «παρασύρουν» και άλλους για να μην είναι μόνοι τους σε αυτό. Είναι ένας τρόπος να μειώσουν τις ενοχές τους ότι “δεν το κάνω μόνο εγώ, αλλά κι αυτός”.
Είναι δύσκολο να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τον κίνδυνο της εξάρτησης από τα ναρκωτικά. Ένας εξαρτημένος μπορεί να εθιστεί γρήγορα, με το χασίς, ενώ κάποιος άλλος καθόλου. Επίσης, μπορεί κάποιος εξαρτημένος να απολαμβάνει πάρα πολύ ένα συγκεκριμένο ναρκωτικό, ενώ κάποιου άλλου μπορεί να μην του αρέσει καθόλου ή μπορεί να του αρέσουν άλλες ναρκωτικές ουσίες. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι ορισμένα ναρκωτικά είναι πιο εθιστικά απο άλλα.
Τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, δουλεύουν μέσο της απελευθέρωσης ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Η ντοπαμίνη προκαλεί ευφορία. Η επαναλαμβανόμενη χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ, ωστόσο, μειώνει την επίδραση της ντοπαμίνης και το σώμα χρειάζεται μια μεγαλύτερη ποσότητα ναρκωτικών ή αλκοόλ για να επιτευχθεί το ίδιο συναίσθημα. Έτσι, το εθισμένο άτομο καταναλώνει περισσότερη ποσότητα απο την ουσία, αλλά αισθάνεται λιγότερο ικανοποιημένο και πιο καταθλιπτικό.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των ατόμων που έχουν προβλήματα από τη χρήση χασίς είναι σημαντικά μικρότερος, από τον αριθμό των ανθρώπων που έχουν προβλήματα λόγω χρήσης ηρωίνης και αμφεταμινών. Επίσης, πολύ λίγοι χρήστες μαριχουάνας αναζητήσουν εξειδικευμένη βοήθεια, σε αντίθεση με αυτούς της ηρωίνης. Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια σαφής αύξηση της χρήσης, κυρίως των συνθετικών ναρκωτικών. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη οτι η χρήση μαλακών ναρκωτικών δεν οδηγεί απαραίτητα στη χρήση των σκληρών.
Δώρα Παναγιώτου
Κλινική Ψυχολόγος