Ο όρος «απόκλιση» (λατινικά Deviare -απόκλιση από τις κοινωνικούς νόμους) σημαίνει κατεύθυνση προς άλλο σημείο από το ορισμένο/αλλαγή πορείας και ορίζεται ως η κοινωνικά ανεπιθύμητη συμπεριφορά, η απαράδεκτη, ακόμη και η επικίνδυνη, τόσο για το άτομο όσο και για την κοινότητα στο σύνολό της.
Σχετίζεται με τα φαινόμενα της εγκληματικότητας, όπως και τις ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις της προσωπικότητας, εθισμοί, αλκοολισμός, εκφοβισμοί, αυτοκτονίες, βία, αλητεία και άλλα.
Με αυτή την έννοια, ο όρος εφαρμόζεται στην περιγραφή και αξιολόγηση του τρόπου ζωής του ατόμου (ή της κοινωνικής ομάδας) που είναι ενάντια στους κανόνες και τους νόμους με αποτέλεσμα να τους παραβιάζει.
Οι αποκλίνουσες συμπεριφορές περιλαμβάνουν:
- αλητεία, ξεφεύγουν από το σπίτι και το σχολείο, ζώντας ανήθικο τρόπο ζωής
- τάσεις στην κατανάλωση αλκοόλ, φαρμάκων και τοξικών ουσιών
- παραμελούν τη σχολική εκπαίδευση με αποτέλεσμα να υστερούν ή και να εγκαταλείπουν
- παραβατικές σχέσεις μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, σκάνδαλα με συνομήλίκους
- συμμετοχή σε αντικοινωνικές ομάδες (κλοπές, ληστείες, εκφοβισμούς κ.α)
- τάση αυτοκτονίας
- ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές που δημιουργούν δυσκολίες στην προσαρμογή του παιδιού με το περιβάλλον και δύσκολη συμβίωση με άλλους ανθρώπους
- κοινωνικό αποκλεισμό, και άλλα
Ψυχολογικές θεωρίες αποκλίνουσας συμπεριφοράς
Ο J. Bowlby θεωρεί ότι η αποκλίνουσα συμπεριφορά είναι υποκατάστατο της αγάπης και της ασφάλειας. Σύμφωνα με την θεωρία της προσκόλλησης, το μικρό παιδί μαθαίνει να ξεπερνάει το άγχος κατά την ανάπτυξη μιας σταθερής σχέσης με τη μητέρα. Εάν το παιδί δεν έχει αναπτύξει την αίσθηση ασφάλειας η ικανότητά του να δημιουργήσει και να αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις, διαταράσσεται. Με αυτή την έννοια στη διαταραγμένη σχέση μητέρας -παιδιού αναπτύσσεται η τάση του ατόμου για βία.
Ένα παιδί που παίρνει αρκετή αγάπη και υποστήριξη, είναι σε θέση να αναπτύξει αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να δημιουργήσει και να διατηρήσει επαρκή σχέσεις.
Αντίθετα, η έλλειψη συναισθηματικής παρουσίας, δημιουργεί στο παιδί άγχος και θυμό. Αυτά τα παιδιά αναπτύσσουν συμπεριφορές που απο άλλους χαρακτηρίζονται αρνητικές, αλλά οι ίδιοι νιώθουν ότι δεν αξίζουν και οτι είναι ανάξιοι φροντίδας και υποστήριξης.
Ο επιθετικός τρόπος των γονέων οδηγεί στην αναπαραγωγή των βίαιων συμπεριφορών.
Μια άλλη εξήγηση για το σχηματισμό ορισμένων μοντέλων συμπεριφοράς αναλύει ο A. Bandura. Μέσα από τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, η εγκληματική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα της παρατήρησης, της υποστήριξης και της μίμησης επιθετικών προτύπων. Προσδιοριστικοί παράγοντες εδώ είναι κυρίως η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Για παράδειγμα, η χρήση της επιθετικότητας ως μέσο για εκπαίδευση ή η λάθος προσέγγιση στην επίλυση των συγκρούσεων μέσα στην οικογένεια οδηγεί αναπόφευκτα στη μάθηση επιθετικών προτύπων συμπεριφοράς που εφαρμόζεται στη μετέπειτα εμπειρία της ζωής του ατόμου.
Επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμούμε τη σημασία του ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης τα οποία, σύμφωνα με τον Bandura, συνεχώς επιδεικνύουν συμπεριφορές βίας που αποτελούν σημαντικό μέρος της ζωής των εφήβων.
Άλλοι αναλυτές όπως ο D.Buss,ο Fischbach και ο Zillmann θεωρούν ότι η επιθετικότητα μπορεί να συνδέεται με την επιδίωξη κατοχής, αυτοπροβολής, επίδειξη θάρρους, επίτευξη δύναμης, εξουσίας, ελέγχου κ.α με σκοπό την αναγνώριση και την προσοχή.
Σύμφωνα με την συναλλακτική ανάλυση του Ε.Berne η εγκληματική δραστηριότητα του ανθρώπου έχει τις ρίζες της στο παρελθόν χτισμένη στα προβλήματα επικοινωνίας και της προβληματικής σχέσης. Τα γονικά μηνύματα και η απόρριψη στην παιδική ηλικία μπορούν να αφήσουν ανεξίτηλα το σημάδι τους στην ατομική προβολή του εαυτού του ατόμου.
Σύμφωνα με την θεωρία υπάρχουν τρία επίπεδα νοητικών καταστάσεων στον άνθρωπο, τα οποία είναι:
- του γονέα, ο οποίος επηρεάζει το παιδί σε όλη του τη ζωή με τους υποχρεωτικούς κανόνες, απαγορεύσεις και οδηγίες που βάζει, χωρίς το παιδί να έχει έλεγχο ή αντίδραση λόγω ηλικίας.
- του παιδιού, το πώς καταγράφει και ερμηνεύει την συναισθηματική άσκηση ελέγχου στον ψυχισμό του την δεδομένη στιγμή. Συνδέεται με ένα αίσθημα κατωτερότητας, λόγω του ότι δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη απέναντι στους γονείς λόγω ηλικίας και έτσι συχνά οδηγείται στην απογοήτευση.
- του ενήλικα, ο οποίος επεξεργάζεται και ταξινομεί τις συλλεγμένες πληροφορίες βάση των εμπειριών του. Οι αυστηροί κανόνες της μητέρας, μπορούν να οδηγήσουν σε τόσο μεγάλη απογοήτευση και συσσωρευμένη εσωτερική πίεση, που σε ορισμένες περιπτώσεις εξωτερικεύεται με εκδηλώσεις ακραίων συμπεριφορών.
Η θέση του παιδιού εκφράζεται και μέσω της αυτο-εικόνας του. Στο Εγώ των κακοποιημένων παιδιών, καταγράφηκαν έντονα συναισθήματα φόβου και μίσους, κάτι το οποίο στη συνέχεια παρουσιάζεται με επιθετική προδιάθεση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο κόσμος γύρω βιώνεται ως απειλή. Ο κίνδυνος που προέρχεται από τους εξωτερικούς παράγοντες, εκδηλώνεται με επιθυμία επιθετικής πράξης η οποία πρέπει οπωσδήποτε να υλοποιηθεί.
Ψυχαναλυτική θεωρία αποκλίνουσας συμπεριφοράς
Από ψυχαναλυτικής άποψεως, η εγκληματική συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα των συγκρούσεων ανάμεσα στις απαγορεύσεις της κοινωνίας και στις ενορμήσεις του ατόμου. Η ένταση συνήθως μεταμορφώνεται κάτω απο τις πιέσεις, τις απαιτήσεις και τα ταμπού του αποδεκτού κοινωνικού πρότυπου. Με αυτό το τρόπο το άτομο αφήνει ανικανοποίητες τις δικές του ανάγκες για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας με αποτέλεσμα να απογοητεύεται και σταδιακά δημιουργείται η νεύρωση και η επιθετικότητα.
Ο Φρόυντ μιλάει για την ύπαρξη δύο ενστίκτων που έρχονται σε συνεχή αντιπαράθεση – Έρως (ένστικτο της ζωής) και Θάνατος (επιθετικό καταστροφικό ένστικτο) – των οποίων η συνεχής σύγκρουση καθορίζει όλη την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης: «Κάθε άτομο έχει μια καταστροφική δυνατότητα προερχόμενη απο τα ένστικτα του (ορμή), που σε κάποια στιγμή μπορεί να υπερισχύσει και να φτάσει μέχρι και στην δολοφονία».
Ο άνθρωπος που καθοδηγεί τα ένστικτά του καταφέρνει να συμμορφωθεί με τους κανόνες του περιβάλλοντος για τη δική τους ικανοποίηση, παρόλο που η απογοήτευση του ίδιου διατηρείται στο ψυχισμό του.
Από ψυχαναλυτικής σκοπιάς λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η επιθετικότητα είναι το αποτέλεσμα των ανικανοποίητων ασυνείδητων και λιβιδινικών ανάγκων που φέρει το κάθε άτομο, καθώς επίσης και οι καταπιεσμένες επιθυμίες του.
Κατά τον P.Delaroche то παιδί με επιθετική συμπεριφορά είναι ένα “θύμα” της γονικής χαλαρότητας (οι γονείς δεν ήταν αρκετά εκεί γι’αυτούς) και δεν τους έβαζαν όρια. Έτσι, έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους μεσω εγκληματικών συμπεριφορών και ασυνείδητα συνδέουν την αστυνομία και τους εκπαιδευτικούς με την «πατρική φιγούρα» αφου επιβάλλονται σε αυτούς βάζοντας όρια, κάτι που δεν είχαν κατά την παιδική τους ηλικία.
Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις για θετική αντιμετώπιση του παιδιού με επιθετική συμπεριφορά
Μετά απο προσεκτική αξιολόγηση για διάγνωση του παιδιού ο θεραπευτής βρίσκει τρόπους να κάνει το παιδί ή τον έφηβο να θέλει να συνεργαστεί και να δουλέψει με το πρόβλημα.
Το έργο του θεραπευτή με το παιδί γίνεται υπο μορφή παιχνιδιού και συνομιλίας, ούτως ώστε να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στο παιδί.
Ενθαρρύνει τις ικανότητές του και ταυτόχρονα διευκρινίζει και οργανώνει τους μηχανισμούς της παράβασης του, για να πετύχει τη διόρθωσή τους. Στην ψυχοθεραπεία είναι επιθυμητή και η συμμετοχή των γονέων, που έχει ως επίκεντρο τα επιτεύγματα και τις επιτυχίες του παιδιού τους.
Η παιχνιδοθεραπεία διεξάγεται σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας που είναι στην ευχάριστη θέση να επικοινωνήσουν μέσα από το παιχνίδι. Βασίζεται στο να ανακαλύψουν και να πιστέψουν τα παιδιά στις δυνατότητες και ικανότητες τους. Το παιχνίδι παρέχει ένα μέσο για να εκφράσουν τα συναισθήματα, τους φόβους και τις ελπίδες τους.
Όταν είναι σε εφηβική ηλικία βασική μορφή θεραπείας είναι η συνομιλία. Και στις δύο περιπτώσεις απαραίτητη προυπόθεση είναι το παιδί να νιώθει ελεύθερο να είναι ο εαυτός του.
Δώρα Παναγιώτου
Κλινική Ψυχολόγος